- αβλεπτώ
- ἀβλεπτῶ (-έω) (AM)δεν βλέπω, παραβλέπω, σφάλλω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + βλεπτός, ρημ. επίθετο τού βλέπω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀβλεπτῶ — ἀβλεπτέω overlook pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀβλεπτέω overlook pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβλέπτημα — το (Α ἀβλέπτημα) [ἀβλεπτῶ] παρόραμα, σφάλμα που οφείλεται σε απροσεξία ή παραδρομή … Dictionary of Greek
αβλεψία — η (Α ἀβλεψία) [ἀβλεπτῶ] απροσεξία, παρόραμα, παραδρομή αρχ. η έλλειψη οράσεως … Dictionary of Greek